πετρίτης

From LSJ
Revision as of 12:17, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (32)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Ζήτει σεαυτῷ σύμμαχον τῶν πραγμάτων → Quaerere tuarum rerum auxilium memineris → für deine Pflichten suche einen Partner dir

Menander, Monostichoi, 188

Greek Monolingual

ο, ΝΜ
1. είδος κυνηγετικού, γυμνασμένου γερακιού («στα έμπα του μπήκε σαν αετός, στα ξέβγα σαν πετρίτης», δημ. τραγούδι)
μσν.
γενναίος, ορμητικός άνδρας («ὅλοι ἰσχυροὶ καὶ δυνατοί, δράκοντες καὶ πετρίτες», Διήγ. Αχιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πέτρα + κατάλ. -ίτης (πρβλ. ιερακ-ίτης)].