περαταριά

Revision as of 12:16, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (32)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

η
1. μέρος κατάλληλο για διάβαση, πορθμείο
2. πλωτό μέσο με το οποίο περνά κανείς από τη μια όχθη ποταμού ή λίμνης στην άλλη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περάτης + κατάλ. -αριά (πρβλ. κλειδ-αριά)].