διάβαση

From LSJ

τὸν πάνθ' ὁρῶντα καὐτὸν οὐχ ὁρώμενον → the all-seeing though himself unseen

Source

Greek Monolingual

η (AM διάβασις) διαβαίνω
1. δίοδος, πέρασμα
2. τόπος διάβασης, πόρος, ατραπός
αρχ.
1. το μέσον με το οποίο γίνεται δυνατή η διάβαση, η γέφυρα
2. πορθμείο
3. η αλλαγή τών εποχών του έτους
4. ανάπαυλα κατά την απαγγελία
5. η μεταβατική ενέργεια του ρήματος.