περαταριά

From LSJ

Ζευχθεὶς γάμοισιν οὐκέτ' ἔστ' ἐλεύθερος → Haud liber ultra est, nuptiae quem vinciunt → Wer durch der Ehe Joch vereint, ist nicht mehr frei

Menander, Monostichoi, 197

Greek Monolingual

η
1. μέρος κατάλληλο για διάβαση, πορθμείο
2. πλωτό μέσο με το οποίο περνά κανείς από τη μια όχθη ποταμού ή λίμνης στην άλλη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < περάτης + κατάλ. -αριά (πρβλ. κλειδαριά)].