υποσίδηρος

From LSJ
Revision as of 12:52, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (44)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

τὸ αὐτοπροαίρετον τε καὶ αὐτεξούσιον → free will

Source

Greek Monolingual

-ον, Α
1. αυτός που περιέχει σίδηρο, αναμεμιγμένος με σίδηρο («ἐάν τε σφέτερος ἔκγονος ὑπόχαλκοςὑποσίδηρος γένηται», Πλάτ.)
2. πιθ. καλυμμένος με σίδηρο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + σίδηρος (πρβλ. περι-σίδηρος)].