ὑποσίδηρος
ἢ λέγε τι σιγῆς κρεῖττον ἢ σιγὴν ἔχε → either say something better than silence or keep silence (Menander)
English (LSJ)
[ῐ], ον,
A having a mixture or proportion of iron in it, Pl. R.415b.
2 shod with iron, σκύταλον Ar.Fr.402b (codd. Poll., σκυτάλιον Bgk. fr. Sch.Ar.Av.1283).
German (Pape)
[Seite 1231] unten von Eisen und mit Gold oder Silber überzogen, Plat. Rep. III, 415 b.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui est de fer en dessous.
Étymologie: ὑπό, σίδηρος.
Russian (Dvoretsky)
ὑποσίδηρος: снизу или внутри железный Arph., Plat.
Greek (Liddell-Scott)
ὑποσίδηρος: -ον, ἀναμεμιγμένος μετὰ σιδήρου, ὁ περιέχων μέρος σιδήρου, Πλάτ. Πολ. 415C· πρβλ. ὑπάργυρος, ὑπόχαλκος, ὑπόχρυσος. 2) σκυτάλιον ὑπ. Ἀριστοφ. Ἀποσπ. 372 (Πολυδ. Ι΄, 173), ἴσως σημαίνει κεκαλυμμένον σιδήρῳ.
Greek Monolingual
-ον, Α
1. αυτός που περιέχει σίδηρο, αναμεμιγμένος με σίδηρο («ἐάν τε σφέτερος ἔκγονος ὑπόχαλκος ἢ ὑποσίδηρος γένηται», Πλάτ.)
2. πιθ. καλυμμένος με σίδηρο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + σίδηρος (πρβλ. περισίδηρος)].
Greek Monotonic
ὑποσίδηρος: -ον, αναμεμειγμένος με σίδηρο ή αυτός που περιέχει μέρος, ποσότητα σιδήρου μέσα του, σε Πλάτ.
Middle Liddell
ὑπο-σίδηρος, ον,
having a mixture or proportion of iron in it, Plat.