υδροκήλη

From LSJ
Revision as of 12:41, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (42)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἐγώ εἰμι τὸ φῶς τοῦ κόσμου· ὁ ἀκολουθῶν μοι οὐ μὴ περιπατήσῃ ἐν τῇ σκοτίᾳ ἀλλ' ἕξει τὸ φῶς τῆς ζωῆς → I am the light of the world; he that followeth me shall not walk in darkness but shall have the light of life (John 8:12)

Source

Greek Monolingual

η / ὑδροκήλη, ΝΑ
ιατρ. συλλογή ορώδους υγρού στη σχισμοειδή κοιλότητα του ιδίου ελυτροειδούς χιτώνα του όρχεως, που εμφανίζεται υπό μορφή διογκώσεως σημαντικών, συχνά, διαστάσεων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < υδρ(ο)- + κήλη (πρβλ. κιρσο-κήλη)].