ταχυθάνατος

Revision as of 17:03, 24 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (pape replacement)

English (LSJ)

[θᾰ], ον, A liable to sudden death, Hp.Aph.2.44; τ. εἶναι, = ταχέως θνῄσκειν, Id.Epid.1.12; = decrepitus, Gloss. II killing speedily, Hp.Acut.56, Art.66 (Sup.).

Greek (Liddell-Scott)

τᾰχῠθάνᾰτος: -ον, ὁ ὑποκείμενος εἰς αἰφνίδιον θάνατον, οἱ παχέες σφόδρα, κατὰ φύσιν ταχυθάνατοι γίνονται Ἱππ. Ἀφορ. 1246· τ. εἶναι = ταχέως θνήσκειν ὁ αὐτ. ἐν Ἐπιδημ. τὸ α΄, 948. ΙΙ. ἐνεργ., ὁ ἐν τάχει φονεύων, ὁ αὐτ. περὶ Διαίτ. Ὀξ. 393, π. Ἄρθρ. 829.

Greek Monolingual

-η, -ο / ταχυθάνατος, -ον, ΝΑ
1. αυτός που υπόκειται σε αιφνίδιο θάνατο
2. αυτός που προκαλεί γρήγορο θάνατο, ο πολύ φονικός
νεοελλ.
βραχύβιος
αρχ.
1. αυτός που πρόκειται να πεθάνει σύντομα
2. (κατ' επέκτ.) υπερήλικας
3. φρ. «ταχυθάνατος εἰμι» — πεθαίνω γρήγορα (Ιπποκρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ταχυ- + θάνατος (πρβλ. βραδυ-θάνατος)].

German (Pape)

schnell od. bald sterbend; – schnell, plötzlich tötend.