περὶ ἀλόγων γραμμῶν καὶ ναστῶν → on incommensurable lines and solids
-ον, Μαυτός που χύνει νερό.[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑγρός + -χεύμων (< χεῦμα «ρεύμα» < χέω), πρβλ. βαθυ-χεύμων, πολυ-χεύμων].