πυρίμαχος
Βλάπτει τὸν ἄνδρα θυμὸς εἰς ὀργὴν πεσών → Nociva res est animus irae traditus → Es schadet, wenn des Mannes Sinn dem Zorn verfällt
German (Pape)
[Seite 822] feurig im Kampfe. – Auch = mit dem Feuer kämpfend, von einer Steinart, die dem Feuer widersteht, Arist. Meteor. 4, 6; bei Theophr. πυρομάχος.
Greek Monolingual
-η, -ο, και πυρομάχος, -ο / πυριμάχος, -ον, και πυρομάχος, -ον, ΝΑ
αυτός που αντέχει σε υψηλές θερμοκρασίες, στη φωτιά
νεοελλ.
1. το αρσ. ως ουσ. ο πυρομάχος
ο πυροστάτης, η πυροστιά
2. φρ. «πυρίμαχα υλικά»
τεχνολ. χαρακτηρισμός υλικών που δεν παραμορφώνονται και δεν καταστρέφονται σε υψηλές θερμοκρασίες και με τα οποία κατασκευάζονται χωνευτήρια χρυσοχοΐας, κλίβανοι αποτέφρωσης, μονωτικά τοιχώματα και εστίες και, ιδίως, εστίες για μεταλλουργικές χρήσεις
αρχ.
(κατά τον Ησύχ.) ο ορμητικός στη μάχη ή ο ανίκητος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πυρι- (βλ. λ. πυρ) + -μαχος (< μάχομαι), πρβλ. δορί-μαχος, ναυ-μάχος].
Russian (Dvoretsky)
πῠρίμᾰχος: (ῐ) огнеупорный (λίθος Arst.).