νομοδόχος
From LSJ
προγράψαντες οὖν τά τε θεωρήματα καὶ τὰ ἐπιτάγματα τὰ χρεῖαν ἔχοντα εἰς τὰς ἀποδείξιας αὐτῶν μετὰ ταῦτα γραψοῦμές τοι τὰ προκείμενα → having therefore written at the beginning the theorems and the postulates that are necessary for their proofs, we will then write out for you the propositions
νομοδόχος: -ον, ὁ, ὁ δεχόμενος τὸν νόμον, Μεθόδ. 369C.
νομοδόχος, ὁ (ΑΜ)
αυτός που παραλαμβάνει, που δέχεται τον νόμο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νόμος + -δόχος (< δέχομαι), πρβλ. εντολο-δόχος].