Γελᾷ δ' ὁ μωρός, κἄν τι μὴ γέλοιον ᾖ → The fool laughs even when there's nothing to laugh at
νομοδόχος: -ον, ὁ, ὁ δεχόμενος τὸν νόμον, Μεθόδ. 369C.
νομοδόχος, ὁ (ΑΜ)αυτός που παραλαμβάνει, που δέχεται τον νόμο.[ΕΤΥΜΟΛ. < νόμος + -δόχος (< δέχομαι), πρβλ. εντολοδόχος].