ομοεργός
From LSJ
πρὸ συντριβῆς ἡγεῖται ὕβρις → pride goeth before destruction, pride comes before a fall, pride goes before a fall, pride goeth before a fall, pride wenteth before a fall, pride cometh before a fall, pride comes before the fall
Greek Monolingual
ὁμοεργός, -όν (Μ)
αυτός που εκτελεί τις ίδιες ενέργειες με άλλον.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο)- + -εργός (< ἔργον), πρβλ. κακο-εργός].