ομοταγής
From LSJ
πάλιν δ' ὅ γε λάζετο μῦθον → he took back his speech, he retracted his speech, he altered his speech
Greek Monolingual
-ές (ΑΜ ὁμοταγής, -ές)
1. αυτός που έχει ταχθεί στην ίδια σειρά ή στην ίδια γραμμή με άλλον ή με άλλους
2. αυτός που ανήκει στην ίδια τάξη με κάποιον
3. γραμμ. αυτός που συντάσσεται με τον ίδιο τρόπο
αρχ.
(κατά τον Ησύχ.) «ὁμοταγεῖς, οἱ ἐν τῷ αὐτῷ τάγματι».
επίρρ...
ομοταγώς (ΑΜ ὁμοταγῶς)
1. κατά την ίδια σειρά ή κατά την ίδια τάξη
2. κατά τρόπο ομοταγή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ομ(ο)- + -ταγής (< θ. ταγ- του τάσσω, πρβλ. παθ. αόρ. β' ἐ-τάγ-ην), πρβλ. μεσο-ταγής].