ἀλλ' ἦν ἅπαντα τεταγμένα νόμων ἐπιταγαῖς → but all their acts were regulated by prescriptions set forth in laws
-ές (Α ὀστεογενής, -ές)
αυτός που διαπλάστηκε ή σύγκειται από οστά («οστεογενές σάρκωμα»)
αρχ.
το ουδ. ως ουσ. τὸ ὀστεογενές
ονομασία του μυελού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀστέον / ὀστοῦν + -γενής (< γένος < γίγνομαι), πρβλ. θαλασο-γενής].