ὀστεογενής
From LSJ
Μὴ φεῦγ' ἑταῖρον ἐν κακοῖσι κείμενον → Ne fuge sodalem, cum calamitas ingruit → Lass einen Freund in Schwierigkeiten nicht im Stich
English (LSJ)
ὀστεογενές, produced in the bones: ὀστεογενές, epithet applied to the marrow, Pl. ap. Arist.Top.140a5.
German (Pape)
[Seite 398] ές, von Knochen erzeugt, τὸ ὀστεογενές nannte Plato das Rückenmark, nach Arist. topic. 6, 2.
Greek (Liddell-Scott)
ὀστεογενής: -ές, ὁ ἐκ τοῦ ὀστοῦ παραγόμενος· ὀστεογενές, τό, ὄνομα τοῦ μυελοῦ, Πλάτ. ἐν Ἀριστ. Τοπ. 6. 2, 4.
Greek Monolingual
-ές (Α ὀστεογενής, -ές)
αυτός που διαπλάστηκε ή σύγκειται από οστά («οστεογενές σάρκωμα»)
αρχ.
το ουδ. ως ουσ. τὸ ὀστεογενές
ονομασία του μυελού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὀστέον / ὀστοῦν + -γενής (< γένος < γίγνομαι), πρβλ. θαλασογενής].