οιστροβολώ
From LSJ
Ὅτι οὐδὲν ἧττον τὰ αὐτὰ ποιήσουσι, κἂν σὺ διαρραγῇς → You may break your heart, but men will still go on as before
οἰστροβολῶ, -έω (Α)
(ποιητ. τ.) (ιδίως για τα πλήγματα τών βελών του Έρωτα) τσιμπώ, κεντώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < οἶστρος + -βολῶ (< -βόλος < βάλλω), πρβλ. κεραυνο-βολώ].