πάνωψ

From LSJ
Revision as of 12:13, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (30)

Ἰατρὸς ἀδόλεσχος ἐπὶ τῇ νόσῳ νόσοςMedicus loquax, secundus aegro morbus est → Ein Arzt, der schwätzt, verdoppelt nur der Krankheit Last

Menander, Monostichoi, 268

Greek (Liddell-Scott)

πάνωψ: -ωπος, ὁ, ὁ τὰ πάντα ὁρῶν, πανόπτης, ὄνομα τοῦ Ἄργου ἐπὶ ἀγγείων, Bröndsted σ. 6.

Greek Monolingual

-ωπος, ὁ Α
αυτός που βλέπει τα πάντα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παν- + -ωψ (< θ. οπ- του ὄπωπα), πρβλ. εύ-ωψ].