σταυροπήγιο
From LSJ
τὸ ἀγαθὸν αἱρετόν· τὸ δ' αἱρετὸν ἀρεστόν· τὸ δ' ἀρεστὸν ἐπαινετόν· τὸ δ' ἐπαινετὸν καλόν → what is good is chosen, what is chosen is approved, what is approved is admired, what is admired is beautiful
Greek Monolingual
το / σταυροπήγιον, ΝΜ
η στερέωση σταυρού, που τον έχει στείλει ο Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως, στα θεμέλια μονής ως ένδειξη ότι αυτή υπάγεται στη δικαιοδοσία του
μσν.
1. το δικαίωμα της αποστολής σταυροπηγίου
2. ο σταυρός ως όργανο βασανισμού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σταυρός + -πήγιον (< -πηγός < πήγνυμι), πρβλ. κηρο-πήγιον].