συνήλικος
From LSJ
δόξειε δ' ἂν τῆς κυριωτάτης καὶ μάλιστα ἀρχιτεκτονικῆς. τοιαύτη δ' ἡ πολιτικὴ φαίνεται → It would seem to belong to the most authoritative art and that which is most truly the master art. And politics appears to be of this nature.
Greek (Liddell-Scott)
συνήλικος: -ον, ὁ ἔχων τὴν αὐτὴν ἡλικίαν, συνομῆλιξ, ὑπό τινος συνηλίκου μειρακίου Βίος Ἠλίου Σπηλαιώτου ἐν Actt. SS. Sept. σ. 852, 21.
Greek Monolingual
-ον, Μ
συνομήλικος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + -ήλικος (< ἧλιξ, -ικος «ίσος, συνομήλικος»), πρβλ. ἰσ-ήλικος].