συνήλικος

From LSJ
Revision as of 16:55, 24 November 2022 by Spiros (talk | contribs) (pape replacement)

δόξειε δ' ἂν τῆς κυριωτάτης καὶ μάλιστα ἀρχιτεκτονικῆς. τοιαύτη δ' ἡ πολιτικὴ φαίνεται → It would seem to belong to the most authoritative art and that which is most truly the master art. And politics appears to be of this nature.

Source

Greek (Liddell-Scott)

συνήλικος: -ον, ὁ ἔχων τὴν αὐτὴν ἡλικίαν, συνομῆλιξ, ὑπό τινος συνηλίκου μειρακίου Βίος Ἠλίου Σπηλαιώτου ἐν Actt. SS. Sept. σ. 852, 21.

Greek Monolingual

-ον, Μ
συνομήλικος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + -ήλικος (< ἧλιξ, -ικος «ίσος, συνομήλικος»), πρβλ. ἰσ-ήλικος].

German (Pape)

συνῆλιξ, NT.