συνῆλιξ
τοῖς πράγμασιν γὰρ οὐχὶ θυμοῦσθαι χρεών· μέλει γὰρ αὐτοῖς οὐδέν· ἀλλ' οὑντυγχάνων τὰ πράγματ' ὀρθῶς ἂν τιθῇ, πράξει καλῶς → It does no good to rage at circumstance; events will take their course with no regard for us. But he who makes the best of those events he lights upon will not fare ill.
English (LSJ)
συνήλῐκος, ὁ, ἡ, of like age or of equal age, playmate, comrade, ἐμοὶ ξυνήλικες A.Pers.784; ἠκούσατ', ὦ σ.; Eup.181.5; συνήλικα (acc. sg.) Anaxil.7: as fem., συνάλικες AP7.711 (Antip.): neut. pl., παιδάρια συνήλικα Thd.Da.1.10.
French (Bailly abrégé)
συνήλικος (ὁ, ἡ, τό)
de même âge ; compagnon, camarade de, τινι.
Étymologie: σύν, ἧλιξ.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συν-ῆλιξ συνήλικος, ὁ, ἡ, Dor. συνᾶλιξ leeftijdgenoot; met dat. van iem.. Aeschl. Pers. 784.
German (Pape)
συνήλικος, ὁ, ἡ, von gleichem Alter, ἐμοὶ ξυνήλικες, Aesch. Pers. 770; überhaupt Kamerad, Spielgenoß, auch Schulgenoß, Eupol. bei Plut. Nic. 4.
Russian (Dvoretsky)
συνῆλιξ: дор. συνᾶλιξ, συνήλικος ὁ и ἡ сверстник, ровесник Anth.: ἐμοὶ ξυνήλικες Aesch. мои старинные друзья.
Greek (Liddell-Scott)
συνῆλιξ: συνήλικος, ὁ, ἡ, ὁ ἔχων τὴν αὐτὴν ἡλικίαν, συνομῆλιξ, Λατιν. aequalis, σύντροφος εἰς τὸ παιγνίδιον, σύντροφος, φίλος, ἐμοὶ ξυνήλικες Αἰσχύλ. Πρ. 784˙ ἠκούσατ’, ὦ συνήλικες Εὔπολις ἐν «Μαρικᾷ» 5. 5˙ συνήλικα (αἰτ. ἑνικ.) Ἀναξίλ. ἐν «Βοτρυλίωνι» 2˙ ὡς θηλ., Ἀνθ. Π. 7. 711.
Greek Monolingual
και αττ. τ. ξυνῆλιξ, συνήλικος, ὁ, ἡ, Α
1. ο συνομήλικος
2. (κατ' επέκτ.) σύντροφος σε παιχνίδι, φίλος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συν- + ἧλιξ «συνομήλικος»].
Greek Monotonic
συνῆλιξ: -ῐκος, ὁ, ἡ, αυτός που είναι κοντά στην ηλικία κάποιου ή έχει ακριβώς την ίδια ηλικία με αυτόν, Λατ. aequalis· συμπαίκτης, σύντροφος, συνάδελφος, φίλος, σε Αισχύλ., Ανθ.
Middle Liddell
συν-ῆλιξ, συνήλικος,
of like or equal age, Lat. aequalis, a playmate, comrade, Aesch., Anth.
English (Woodhouse)
contemporary, equal in age, one of the same age, one's equal
Translations
age-mate
Adyghe: ныбжьэгъу; Azerbaijani: yaşıd; Belarusian: равеснік, равесьнік, равесніца, равесьніца, адналетак, адналетка, аднагодак, аднагодка; Bulgarian: връстник, връстничка; Cebuano: kaedad; Chinese Mandarin: 同齡人, 同龄人; Czech: vrstevník, vrstevnice; Dutch: leeftijdsgenoot, leeftijdgenoot; Finnish: ikätoveri; Georgian: თანატოლი; German: Gleichaltriger; Greek: συνομήλικος; Ancient Greek: ἁλικιώτης, ἆλιξ, ἇλιξ, βαλικιώτης, ἡλικιώτης, ἧλιξ, ἰσήλικος, ξυνῆλιξ, ὁμῆλιξ, ὁμήλικος, ὁμοήλικος, συνᾶλιξ, σύνηβος, συνηλικιώτης, συνήλικος, συνῆλιξ, συνομᾶλιξ, συνομῆλιξ, ὐμᾶλιξ, ϝαλικιώτας; Icelandic: jafnaldri; Italian: coetaneo; Latin: aequalis; Japanese: 同年配の人; Korean: 동등한 사람, 동갑; Macedonian: врсник, врсничка; Polish: rówieśnik, rówieśnica, rówieśniczka, jednolatek, jednolatka; Russian: ровесник, ровесница, сверстник, сверстница, одногодок, одногодка; Serbo-Croatian Cyrillic: вр̀шња̄к, вршња̀киња, вр̀снӣк, вр̀сница; Roman: vr̀šnjāk, vršnjàkinja, vr̀snīk, vr̀snica; Slovak: rovesník, rovesníčka; Slovene: vrstnik, vrstnica; Spanish: coetáneo, coevo; Turkish: yaşıt; Ukrainian: ровесник, ровесниця, одноліток, однолітка, одногодок, одногодка