συνομῆλιξ

From LSJ

ἢν εὑρίσκῃ πλέω τε καὶ μέζω τὰ ἀδικήματα ἐόντα τῶν ὑπουργημάτων, οὕτω τῷ θυμῷ χρᾶται → it happens that the crimes are greater and more numerous than the services, when one gives way to anger

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνομῆλιξ Medium diacritics: συνομῆλιξ Low diacritics: συνομήλιξ Capitals: ΣΥΝΟΜΗΛΙΞ
Transliteration A: synomē̂lix Transliteration B: synomēlix Transliteration C: synomiliks Beta Code: sunomh=lic

English (LSJ)

Dor. συνομᾶλιξ, συνομήλικος, ὁ, ἡ, fellow, comrade, Theoc.18.22, AP7.203 (Simm.), Epigr. in Inscr.Prien.268b (ii B.C.).

French (Bailly abrégé)

ικος (ὁ, ἡ)
du même âge, compagnon, camarade.
Étymologie: σύν, ὁμῆλιξ.

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

συνομῆλιξ συνομήλικος Dor. συνομᾶλιξ [σύν, ὁμῆλιξ] leeftijdgenoot.

German (Pape)

ικος, ὁ, ἡ, wie συνῆλιξ, von gleichem Alter, Genosse, Kamerad; Theogn. 1059; Theocr. 18.22; Simmi. 4 (VII.203).

Russian (Dvoretsky)

συνομῆλιξ: дор. συνομᾰλιξ, συνομήλικος ὁ и ἡ ровесник, сверстник Theocr., Anth.

Greek Monotonic

συνομῆλιξ: Δωρ. -ᾶλιξ, -ῐκος, , , συνομήλικος, αυτός που έχει την ίδια ηλικία με κάποιον άλλο, ομήλικος, σε Θεόκρ.

Greek (Liddell-Scott)

συνομῆλιξ: Δω. -ᾶλιξ, συνομήλικος, ὁ, ἡ, ὡς τὸ συνῆλιξ, κοινῶς «συνομήλικος» Θέογν. 1059 (ὁ Bgk, σὺν ὁμήλικι), Θεόκρ. 18. 22, Ἀνθ. Π. 7. 203.

Translations

age-mate

Adyghe: ныбжьэгъу; Azerbaijani: yaşıd; Belarusian: равеснік, равесьнік, равесніца, равесьніца, адналетак, адналетка, аднагодак, аднагодка; Bulgarian: връстник, връстничка; Cebuano: kaedad; Chinese Mandarin: 同齡人, 同龄人; Czech: vrstevník, vrstevnice; Dutch: leeftijdsgenoot, leeftijdgenoot; Finnish: ikätoveri; Georgian: თანატოლი; German: Gleichaltriger; Greek: συνομήλικος; Ancient Greek: ἁλικιώτης, ἆλιξ, ἇλιξ, βαλικιώτης, ἡλικιώτης, ἧλιξ, ἰσήλικος, ξυνῆλιξ, ὁμῆλιξ, ὁμήλικος, ὁμοήλικος, συνᾶλιξ, σύνηβος, συνηλικιώτης, συνήλικος, συνῆλιξ, συνομᾶλιξ, συνομῆλιξ, ὐμᾶλιξ, ϝαλικιώτας; Icelandic: jafnaldri; Italian: coetaneo; Latin: aequalis; Japanese: 同年配の人; Korean: 동등한 사람, 동갑; Macedonian: врсник, врсничка; Polish: rówieśnik, rówieśnica, rówieśniczka, jednolatek, jednolatka; Russian: ровесник, ровесница, сверстник, сверстница, одногодок, одногодка; Serbo-Croatian Cyrillic: вр̀шња̄к, вршња̀киња, вр̀снӣк, вр̀сница; Roman: vr̀šnjāk, vršnjàkinja, vr̀snīk, vr̀snica; Slovak: rovesník, rovesníčka; Slovene: vrstnik, vrstnica; Spanish: coetáneo, coevo; Turkish: yaşıt; Ukrainian: ровесник, ровесниця, одноліток, однолітка, одногодок, одногодка