στηθοκοπούμαι

From LSJ
Revision as of 12:32, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (38)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ὁδὸς ἄνω κάτω μία καὶ ὡυτή → the road up and the road down is one and the same, the upward path and the downward path are the same

Source

Greek Monolingual

και στηθοκοπιέμαι και στηθοκοπιούμαι, -έομαι, Ν
χτυπώ το στήθος μου από θλίψη ή από απελπισία, στηθοχτυπιέμαι, στηθοδέρνομαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στήθος + -κοπούμαι / -κοπιέμαι (< -κόπος), πρβλ. ξυλο-κοπούμαι].