στηθοκοπούμαι
From LSJ
Ἡ δὲ Σελήνη γενομένη μὲν ἐκ τῆς ἀντανακλάσεως τοῦ ἡλιακοῦ φωτὸς → the moon having been made from the reflection of sunlight (Vettius Valens, Anthologies 1.14)
Greek Monolingual
και στηθοκοπιέμαι και στηθοκοπιούμαι, -έομαι, Ν
χτυπώ το στήθος μου από θλίψη ή από απελπισία, στηθοχτυπιέμαι, στηθοδέρνομαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στήθος + -κοπούμαι / -κοπιέμαι (< -κόπος), πρβλ. ξυλοκοπούμαι].