στηθοκοπούμαι
From LSJ
Κόλαζε τὸν πονηρόν, ἄνπερ δυνατὸς ᾖς → Malum castiga, maxime si sis potens → Den Schurken strafe, wenn du dazu fähig bist
Greek Monolingual
και στηθοκοπιέμαι και στηθοκοπιούμαι, -έομαι, Ν
χτυπώ το στήθος μου από θλίψη ή από απελπισία, στηθοχτυπιέμαι, στηθοδέρνομαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < στήθος + -κοπούμαι / -κοπιέμαι (< -κόπος), πρβλ. ξυλοκοπούμαι].