τετράπεζος
From LSJ
Ἦθος προκρίνειν χρημάτων γαμοῦντα δεῖ → Ex moribus, non aere, nupturam aestima → Bewerte den Charakter nicht das Geld der Braut
English (LSJ)
ον, (πέζα) four-footed, Orph.L.747.
German (Pape)
[Seite 1098] vierfüßig, Orph. Lith. 741.
Greek (Liddell-Scott)
τετράπεζος: [ᾰ], -ον, (πέζα) ὁ ἔχων τέσσαρας πόδας, τεράπους, Ὀρφ. Λιθ. 741.
Greek Monolingual
-ον, Α
αυτός που έχει τέσσερα πόδια, τετράποδος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τετρ(α)- + -πεζος (< πέζα < πεδjα, δωρ. τ. της λ. πούς), πρβλ. ἑξά-πεζος].