τοπωνύμιο

Revision as of 12:54, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (41)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Greek Monolingual

το, Ν
ονομασία ενός τόπου ή γεωγραφικού χώρου, όπως λ.χ. πόλης, κωμόπολης, χωριού, συνοικίας, δρόμου, πλατείας, βουνού, ποταμού ή οποιασδήποτε τοποθεσίας με μικρή ή μεγάλη έκταση, αλλ. τοπωνυμία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τόπος + -ωνύμιο (< -ώνυμος < όνομα, βλ. λ. όνομα), πρβλ. παρ-ωνύμιο].