τοπωνυμία
From LSJ
Greek Monolingual
η, Ν
1. τοπωνύμιο
2. (τοπογρ.) επιστημονικός κλάδος της τοπογραφίας ο οποίος ασχολείται με τον ακριβή προσδιορισμό της ονομασίας ενός τόπου, όπως αυτή θα γραφεί τελικά στους χάρτες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τόπος + -ωνυμία (< -ώνυμος < ὄνυμα, αιολ. τ. του ὄνομα), πρβλ. πατρ-ωνυμία. Η λ., στον λόγιο τ. του πληθ. τοπωνυμίαι, μαρτυρείται από το 1874 στον Κ. Στέφανο].