χαριτοκόσμητος

From LSJ
Revision as of 12:48, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (46)

κρῖναι δὲ λόγῳ πολύδηριν ἔλεγχον ἐξ ἐμέθεν ῥηθέντα → judge by reason the too much contested argument which has been given by me

Source

Greek (Liddell-Scott)

χᾰριτοκόσμητος: -ον, ὁ κεκοσμημένος ὑπὸ τῶν Χαρίτων, Μανασ. Χρον. 2623.

Greek Monolingual

-ον, Μ
στολισμένος από τις Χάριτες ή προικισμένος με χάρες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < χάρις, -ιτος + -κόσμητος (< κοσμητός < κοσμῶ), πρβλ. εὐ-κόσμητος].