φωνομαχώ
From LSJ
Ὅρκον δὲ φεῦγε καὶ δικαίως κἀδίκως (κἂν δικαίως ὀμνύῃς) → Iurare fugias, vere, falso, haud interest → Zu schwören meide, gleich ob richtig oder falsch
-έω, Α
ερίζω, φιλονικώ για λέξεις.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φωνή + -μαχῶ (< -μαχος < μάχομαι), πρβλ. λογο-μαχῶ].