φωνομαχώ

From LSJ

βάκτρῳ δ' ἐρείδου περιφερῆ στίβον χθονός → support with a staff your steps that waver on the ground

Source

Greek Monolingual

-έω, Α
ερίζω, φιλονικώ για λέξεις.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φωνή + -μαχῶ (< -μαχος < μάχομαι), πρβλ. λογομαχῶ].