φωνομαχώ

From LSJ

Ἔστιν τι κἀν κακοῖσιν ἡδονῆς μέτρον → Voluptas aliqua inest vel infortunio → Es wohnt im Leid auch ein begrenztes Maß an Lust

Menander, Monostichoi, 182

Greek Monolingual

-έω, Α
ερίζω, φιλονικώ για λέξεις.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φωνή + -μαχῶ (< -μαχος < μάχομαι), πρβλ. λογομαχῶ].