φαντασιόπληκτος

Revision as of 12:46, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (44)

German (Pape)

[Seite 1254] die Sinne schlagend, treffend, blendend, die Vorstellung blendend und betäubend, M. Ant. 1, 7 im adv.

Greek Monolingual

-η, -ο, Ν
1. (για πρόσ.) φαντασιοκόπος
2. (κατ' επέκτ.) α) υπερβολικά αλαζόνας
β) ιδιότροπος, εκκεντρικός, αλλοπρόσαλλος.
επίρρ...
φαντασιοπλήκτως Μ
με τρόπο που πλήττει τη φαντασία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φαντασία + -πληκτος (< πλήττω), πρβλ. σεισμό-πληκτος].