εκκεντρικός

Greek Monolingual

-ή, -ό
1. (για σημείο) αυτός που βρίσκεται έξω από το κέντρο ή σε απόσταση από το κέντρο
2. (για άνθρ.) αυτός που δεν κρίνει ή δεν συμπεριφέρεται με τους συνήθεις τρόπους αλλά έχει ιδιομορφία, η οποία συνήθως ξενίζει τους πολλούς.