ῥιζοφυής
From LSJ
Περὶ μὲν γὰρ τῆς πρὸς τὴν φύσιν ὑποστάσεως τῶν... → Αbout the true nature of...
English (LSJ)
ές, A putting out roots, ib.1.8.1. II growing from a root, Id.HP7.10.1.
German (Pape)
[Seite 843] ές, Wurzeln zeugend, treibend, auch = ῥιζόφυτος, Theophr.
Greek (Liddell-Scott)
ῥιζοφυής: -ές, ὁ φύων ῥίζας, Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 1. 8, 1. ΙΙ. ὁ ἐκ ῥίζης τινὸς φυόμενος, ὁ αὐτ. π. Φυτ. Ἱστ. 7. 10, 1.
Greek Monolingual
-ές / ῥιζοφυής, -ές, ΝΑ
(για φυτό)
1. αυτός που βγάζει, που πετάει ρίζες
2. αυτός που φυτρώνει από ρίζα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ῥίζα + -φυής (< φύομαι, μέσω ενός ον. φύος), πρβλ. τριχο-φυής].