κενόσαρκος

Revision as of 01:34, 24 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

English (LSJ)

ον, destitute of flesh, meagre, EM779.8.

German (Pape)

[Seite 1417] vom Fleisch leer, mager, E. M. 779, 8, neben λεπτός.

Greek (Liddell-Scott)

κενόσαρκος: -ον, ἄνευ σαρκός, ἰσχνός, Ἐτυμολ. Μέγ. 779. 8,

Greek Monolingual

κενόσαρκος, -ον (Μ)
αυτός που δεν έχει επαρκή σάρκα, που είναι πολύ αδύνατος, λιπόσαρκος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κεν(ο)- + -σαρκος (< σάρξ, σαρκός), πρβλ. λευκό-σαρκος, μαλακό-σαρκος].