Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἡδύβιος

From LSJ
Revision as of 12:55, 10 May 2023 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)\[\[πρβλ\]\]\. \[\[((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\]-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>)\]" to "πρβλ. $1$3, $6$8)")

Ῥᾷον φέρειν δεῖ τὰς παρεστώσας τύχας → Facilius ferre oportet, quae incidunt malaRecht leicht musst du das Schicksal tragen, das dich trifft

Menander, Monostichoi, 470
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἡδύβῐος Medium diacritics: ἡδύβιος Low diacritics: ηδύβιος Capitals: ΗΔΥΒΙΟΣ
Transliteration A: hēdýbios Transliteration B: hēdybios Transliteration C: idyvios Beta Code: h(du/bios

English (LSJ)

[ῠ], ον<, A sweetening life: τὰ ἡ. a name of certain cakes, Chrysipp.Tyan. ap. Ath.14.647c. II living pleasantly, Ptol.Tetr. 162, Vett. Val.18.29, Sch.Ar.V.504.

German (Pape)

[Seite 1153] angenehm lebend, Sp.; – ἡδύβια, τά, eine Art Kuchen (lebenversüßend), Ath. XIV, 647 c.

Greek (Liddell-Scott)

ἡδύβιος: -ον, ὁ ἡδύνων, γλυκαίνων τὸν βίον, τὰ ἡδ… ὄνομα πλακούντων τινῶν, Χρύσιππ. Τυαν. (Ἀθην. 647C). II. ζῶν ἡδέως, Πρόκλ. Πτολ. σ. 230.

Greek Monolingual

-ο (Α ἡδύβιος, -ον)
νεοελλ.
το αρσ. ως ουσ. ο ηδύβιος
γένος μικρών κολεόπτερων εντόμων που ζουν στα ξερά ξύλα, αλλ. ηδοβία
αρχ.
1. αυτός που γλυκαίνει τη ζωή, γλυκός, ευχάριστος
2. (το ουδ. πληθ. ως ουσ.) τὰ ἡδύβια
ονομασία ορισμένων γλυκισμάτων ή πλακούντων
3. αυτός που ζει ευχάριστα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ηδύ- + -βιος (< βίος), πρβλ. αμφίβιος, υδρόβιος).