καλλίπρωρος

From LSJ
Revision as of 20:10, 13 June 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "οῡ" to "οῦ")

ἐν πέτροισι πέτρον ἐκτρίβων → by grinding stone against stones

Source

German (Pape)

[Seite 1310] mit schönem Vordertheil, Ἀργοῦς σκάφος Eur. Med. 1335. – Übertr., mit schönem Antlitz, Aesch. Spt. 515, στόμα Ag. 227.

Greek Monolingual

καλλίπρῳρος, -ον (Α)
1. (για πλοίο) αυτό που έχει ωραία πλώρη («τὸ καλλίπρῳρον... Ἀργοῦς σκάφος», Ευρ.)
2. (για πρόσ.) αυτός που έχει ωραίο πρόσωπο, ο ωραίοςβλάστημα καλλίπρωρον», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < καλλ(ι)- + -πρῳρος (< πρῷρα), πρβλ. μελάμπρῳρος, χρυσόπρῳρος).