Φλιάσιος

From LSJ
Revision as of 12:33, 3 October 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2")

Γαμεῖν ὁ μέλλων εἰς μετάνοιαν ἔρχεται → Ad paenitendum properat, qui uxorem accipit → Der Heiratswillige kommt zur Sinnesänderung

Menander, Monostichoi, 91

French (Bailly abrégé)

α, ον :
v. Φλειάσιος.

Russian (Dvoretsky)

Φλῑάσιος:
I v. l. Φλειάσιος 3 флиунтский Xen., Plat.
II v. l. Φλειάσιος ὁ житель или уроженец Флиунта Her., Thuc., Xen.

Greek (Liddell-Scott)

Φλιάσιος: -α, -ον, ὁ κάτοικος τοῦ Φλιοῦντος, Ἡρόδ. 9. 28, (Φλειάσιοι, Meist.). 2) ὄνομα μηνός, «Λακεδαιμόνιοι δὲ τῶν μηνῶν ἕνα Φλιάσιον καλοῦσιν, ἐν ᾧ τοὺς τῆς γῆς καρποὺς ἀκμάζειν συμβέβηκεν» Στέφ. Βυζ. ἐν λ. Φλιοῦς.

Greek Monolingual

ὁ, Α
βλ. Φλοιάσιος.

Middle Liddell

Φλιάσιος, η, ον Φλιοῦς
Phliasian, Hdt., etc.