παιδιαρίστικος
From LSJ
οὐ μακαριεῖς τὸν γέροντα, καθ' ὅσον γηράσκων τελευτᾷ, ἀλλ' εἰ τοῖς ἀγαθοῖς συμπεπλήρωται· ἕνεκα γὰρ χρόνου πάντες ἐσμὲν ἄωροι → do not count happy the old man who dies in old age, unless he is full of goods; in fact we are all unripe in regards to time
Greek Monolingual
-η, -ο
1. παιδαριώδης, παιδιακήσιος
2. παιδικός.
επίρρ...
παιδιαρίστικα
με τρόπο που αρμόζει σε παιδί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < παιδιαρίζω + κατάλ. -ίστικος (πρβλ. δασκαλ-ίστικος)].