περιβολάρης

From LSJ
Revision as of 12:16, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (32)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἀνάγκη τὸ κινοῦν ἀντικινεῖσθαι → what incites movement must suffer a counter-movement

Source

Greek Monolingual

και περβολάρης, ο, θηλ. περιβολάρισσα και περβολάρισσα, η, Ν
1. ο εργαζόμενος σε περιβόλι, αυτός που περιποιείται και καλλιεργεί κήπο, κηπουρός
2. παροιμ. «νά 'μουνα το χειμώνα φούρναρης και το καλοκαίρι περιβολάρης» — λέγεται για τους τεμπέληδες και για όσους θέλουν να έχουν εργασία χωρίς πολύ κόπο και μόχθο.
[ΕΤΥΜΟΛ. περιβόλι + κατάλ. -άρης (πρβλ. νοικ-άρης)].