πετριά

From LSJ
Revision as of 12:17, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (32)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

ἀκμὴ οὐδὲ ἔχει γενέσεως ὑπόστασιν καθ' ἑαυτήν → the culmination has no power of originating by itself

Source

Greek Monolingual

η, Ν
1. βολή, ρίψη πέτρας
2. η απόσταση στην οποία φτάνει η ρίψη πέτρας
3. χτύπημα, τραύμα από ρίψη πέτρας
4. υπαινιγμός («μού ριξε μια πετριά μπροστά στους άλλους»)
5. έμμονη ιδέα, ιδιοτροπία («έχει την πετριά της μεγαλοφυίας» — νομίζει ότι είναι μεγαλοφυής και συμπεριφέρεται ανάλογα).
[ΕΤΥΜΟΛ. < πέτρα + κατάλ. -ιά (πρβλ. ξυλ-ιά)].