πουπουλένιος

From LSJ
Revision as of 12:20, 29 September 2017 by Spiros (talk | contribs) (33)
(diff) ← Older revision | Latest revision (diff) | Newer revision → (diff)

Οὔτοι ποθ᾽ οὑχθρός, οὐδ᾽ ὅταν θάνῃ, φίλος → One’s enemy does not become one’s friend when they die

Sophocles, Antigone, 522

Greek Monolingual

-α, -ο, Ν
1. αυτός που είναι γεμάτος με πούπουλα («πουπουλένιο μαξιλάρι»)
2. αυτός που έχει κατασκευαστεί από πούπουλα
3. μτφ. πάρα πολύ ελαφρός και μαλακός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πούπουλο + κατάλ. -ένιος (πρβλ. μαρμαρ-ένιος)].