πουπουλένιος
From LSJ
Οὔτοι ποθ᾽ οὑχθρός, οὐδ᾽ ὅταν θάνῃ, φίλος → One’s enemy does not become one’s friend when they die
Οὔτοι ποθ᾽ οὑχθρός, οὐδ᾽ ὅταν θάνῃ, φίλος → One’s enemy does not become one’s friend when they die
-α, -ο, Ν
1. αυτός που είναι γεμάτος με πούπουλα («πουπουλένιο μαξιλάρι»)
2. αυτός που έχει κατασκευαστεί από πούπουλα
3. μτφ. πάρα πολύ ελαφρός και μαλακός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πούπουλο + κατάλ. -ένιος (πρβλ. μαρμαρ-ένιος)].