πουπουλένιος
From LSJ
διὰ τῆς σιωπῆς πικρότερον κατηγορεῖ → through silence you accuse yourself more harshly (Menander)
διὰ τῆς σιωπῆς πικρότερον κατηγορεῖ → through silence you accuse yourself more harshly (Menander)
-α, -ο, Ν
1. αυτός που είναι γεμάτος με πούπουλα («πουπουλένιο μαξιλάρι»)
2. αυτός που έχει κατασκευαστεί από πούπουλα
3. μτφ. πάρα πολύ ελαφρός και μαλακός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πούπουλο + κατάλ. -ένιος (πρβλ. μαρμαρένιος)].