πομπευτήριος

From LSJ
Revision as of 15:45, 23 August 2022 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")

τούτων γάρ ὄνομα μόνον κοινόν, ὁ δέ κατά τοὔνομα λόγος τῆς οὐσίας ἕτερος → though they have a common name, the definition corresponding with the name differs for each (Aristotle, Categoriae 1a3-4)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πομπευτήριος Medium diacritics: πομπευτήριος Low diacritics: πομπευτήριος Capitals: ΠΟΜΠΕΥΤΗΡΙΟΣ
Transliteration A: pompeutḗrios Transliteration B: pompeutērios Transliteration C: pompeftirios Beta Code: pompeuth/rios

English (LSJ)

α, ον, of or for a procession, D.H.Dem.32.

German (Pape)

[Seite 678] zum feierlichen Aufzuge, zur Procession gehörig, D. Hal. de vi Dem. 32 u. a. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

πομπευτήριος: -α, -ον, ὁ ἀνήκων ἢ ἁρμόζων εἰς πομπήν, Διον. Ἁλ. π. Δημ. 32.

Greek Monolingual

-ία, -ον, Α
αυτός που ανήκει, αναφέρεται ή αρμόζει στην πομπή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πομπεύω + επίθημα -τήριος (πρβλ. βουλευ-τήριος)].