προβατή
From LSJ
Δειναὶ γὰρ αἱ γυναῖκες εὑρίσκειν τέχνας → Multum struendas mulier ad fraudes valet → Intrigen zu ersinnen ist die Frau geschickt
η / προβατῆ, ΝΜ
το δέρμα του προβάτου, η προβιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πρόβατον + κατάλ. -ῆ, δηλωτική δερμάτων ζώων (πρβλ. λεοντ-ῆ)].