ἐν πέτροισι πέτρον ἐκτρίβων → by grinding stone against stones
η / προβατῆ, ΝΜτο δέρμα του προβάτου, η προβιά.[ΕΤΥΜΟΛ. < πρόβατον + κατάλ. -ῆ, δηλωτική δερμάτων ζώων (πρβλ. λεοντῆ)].