οὐκ ἔστι γῆρας τοῦδε τοῦ μιάσματος → that pollution never wears out, that pollution can never grow old
-άδος, ἡ, Αη Ῥοδιακή (βλ. ροδιακός).[ΕΤΥΜΟΛ. < Ῥόδος + επίθημα -ιάς (πρβλ. Ολυμπ-ιάς)].