ροδιάς

From LSJ

εὖ γ᾽ εὖ γε ποιήσαντες ὦ Διοσκόρω → well done, well done, you twin Dioscuri!

Source

Greek Monolingual

-άδος, ἡ, Α
η Ῥοδιακή (βλ. ροδιακός).
[ΕΤΥΜΟΛ. < Ῥόδος + επίθημα -ιάς (πρβλ. Ολυμπιάς)].