Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!
ροδιακός
Greek Monolingual
-ή, -ό / ροδιακός, -ή, -όν, ΝΜΑ Ῥόδος αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στη Ρόδο ή προέρχεται από αυτήν αρχ. (το θηλ. και το ουδ. ως ουσ.) ἡ Ῥοδιακή και τὸ Ῥοδιακόνείδος κυπέλλου που κατασκευαζόταν στη Ρόδο.