Ἀλλ' Ἀχέροντι νυμφεύσω → I will become the bride of Acheron
ο, θηλ. σαματατζού, Ν1. αυτός που προκαλεί θόρυβο, ο θορυβοποιός2. αυτός που επιδιώκει φιλονικίες, καβγατζής.[ΕΤΥΜΟΛ. < σαματάς + κατάλ. -τζής (πρβλ. πλακα-τζής)].