σαματάς

From LSJ

ἐβόα καὶ βαρβαρικῶς καὶ Ἑλληνικῶς → shouted out both in Persian and Greek, shouted out in the barbarian tongue and in Greek

Source

Greek Monolingual

ο, Ν
1. θόρυβος, ταραχή
2. συνεκδ. α) θορυβώδες γλέντι, πατιρντί
β) συμπλοκή, καβγάς μεταξύ δύο ή περισσότερων ατόμων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. samata].